„λουστρίνι“: ουδέτερο λουστρίνι [luˈstrini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lackleder, Lackschuh Lacklederουδέτερο | Neutrum, sächlich n λουστρίνι δέρμα λουστρίνι δέρμα Lackschuhαρσενικό | Maskulinum, männlich m λουστρίνι παπούτσι λουστρίνι παπούτσι