„λουστράρω“: μεταβατικό ρήμα λουστράρω [luˈstraro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ισμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) polieren, putzen polieren λουστράρω έπιπλο λουστράρω έπιπλο putzen λουστράρω παπούτσια λουστράρω παπούτσια