„λουρί“: ουδέτερο λουρί [luˈri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Riemen, Gurt, Leine Riemenαρσενικό | Maskulinum, männlich m λουρί Gurtαρσενικό | Maskulinum, männlich m λουρί λουρί Leineθηλυκό | Femininum, weiblich f λουρί για σκύλους λουρί για σκύλους