„λογοκρίνω“: μεταβατικό ρήμα λογοκρίνω [loɣoˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-να; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zensieren zensieren λογοκρίνω λογοκρίνω