„λογική“: θηλυκό λογική [lojiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Logik, Vernunft Logikθηλυκό | Femininum, weiblich f λογική φιλοσ ορθή σκέψη λογική φιλοσ ορθή σκέψη Vernunftθηλυκό | Femininum, weiblich f λογική λογικό λογική λογικό