„λιποψυχία“: θηλυκό λιποψυχία [lipopsiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mutlosigkeit Mutlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f λιποψυχία λιποψυχία