„λιποταξία“: θηλυκό λιποταξία [lipotaˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fahnenflucht Fahnenfluchtθηλυκό | Femininum, weiblich f λιποταξία λιποταξία