„λιποδιαλυτός“ λιποδιαλυτός [lipoðialiˈtos], λιποδιαλυτή, λιποδιαλυτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fettlöslich fettlöslich λιποδιαλυτός λιποδιαλυτός