„λιπαίνω“: μεταβατικό ρήμα λιπαίνω [liˈpeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -άνθηκα; -ασμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einfetten, einölen, schmieren, düngen einfetten, einölen, schmieren λιπαίνω μηχανή λιπαίνω μηχανή düngen λιπαίνω χωράφι λιπαίνω χωράφι