„λιμπιστικός“ λιμπιστικός [limbistiˈkos], λιμπιστική, λιμπιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) habsüchtig, begehrlich habsüchtig, begehrlich λιμπιστικός λιμπιστικός