λιγοστεύω
[liɣosˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -ευμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verringernλιγοστεύω ελαττώνωλιγοστεύω ελαττώνω
λιγοστεύω
[liɣosˈtevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα; -ευμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich verringernλιγοστεύω γίνομαι λιγότεροςλιγοστεύω γίνομαι λιγότερος
- nachlassen, abnehmenλιγοστεύω ελαττώνομαιλιγοστεύω ελαττώνομαι