„λιβάδι“: ουδέτερο λιβάδι [liˈvaði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wiese, Weide Wieseθηλυκό | Femininum, weiblich f λιβάδι Weideθηλυκό | Femininum, weiblich f λιβάδι λιβάδι