„λιανοπωλητής“: αρσενικό λιανοπωλητής [ʎanopoliˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einzelhändler Einzelhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m λιανοπωλητής λιανοπωλητής