„ληστεύω“: μεταβατικό ρήμα ληστεύω [lisˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausrauben, berauben ausrauben, berauben ληστεύω ληστεύω