„ληξιπρόθεσμος“ ληξιπρόθεσμος [liksiˈproθezmos], ληξιπρόθεσμη, ληξιπρόθεσμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abgelaufen abgelaufen ληξιπρόθεσμος ληξιπρόθεσμος