λεπτότητα
[lepˈtotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schlankheitθηλυκό | Femininum, weiblich fλεπτότητα σώματοςλεπτότητα σώματος
- Feinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fλεπτότητα υλικούλεπτότητα υλικού
- Taktαρσενικό | Maskulinum, männlich mλεπτότητα διακριτικότητα μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφFeingefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεπτότητα διακριτικότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφλεπτότητα διακριτικότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ