λεπτολόγος
[leptoˈloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erbsenzählerαρσενικό | Maskulinum, männlich mλεπτολόγοςλεπτολόγος