„λεοπάρδαλη“: θηλυκό λεοπάρδαλη [leoˈpardali]θηλυκό | Femininum, weiblich f <εως> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leopard Leopardαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεοπάρδαλη λεοπάρδαλη