λεξιλόγιο
[leksiˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wortschatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mλεξιλόγιοVokabularουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεξιλόγιολεξιλόγιο