λεκάνη
[leˈkani]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Waschbeckenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεκάνη για πλύσιμοWaschschüsselθηλυκό | Femininum, weiblich fλεκάνη για πλύσιμολεκάνη για πλύσιμο
- Beckenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλεκάνη ανατομία | Anatomieανατ γεωγραφία | Geografieγεωγρλεκάνη ανατομία | Anatomieανατ γεωγραφία | Geografieγεωγρ
examples
- λεκάνη συγκράτησηςRückhaltebeckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- λεκάνη (της) τουαλέταςToilettenschüsselθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λεκάνη (της) τουαλέτας οικείο | umgangssprachlichοικKloschüsselθηλυκό | Femininum, weiblich f