„λειώσιμο“: ουδέτερο λειώσιμο [ˈʎosimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schneeschmelze examples λειώσιμο χιονιού Schneeschmelzeθηλυκό | Femininum, weiblich f λειώσιμο χιονιού