λειτουργικότητα
[liturjiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Funktionalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fλειτουργικότηταFunktionsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fλειτουργικότηταλειτουργικότητα