„λεβέντης“: αρσενικό λεβέντης [leˈvendis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-τηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ganzer Kerl ganzer Kerlαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεβέντης λεβέντης