λαός
[laˈos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Volkουδέτερο | Neutrum, sächlich nλαός σύνολο των κατοίκων μιας χώραςλαός σύνολο των κατοίκων μιας χώρας
- Leuteπληθυντικός | Plural plλαός κόσμοςλαός κόσμος
- Volksmengeθηλυκό | Femininum, weiblich fλαός πολύς κόσμοςλαός πολύς κόσμος
- Pöbelαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαός κατώτερες κοινωνικές τάξειςdie breite Masseθηλυκό | Femininum, weiblich fλαός κατώτερες κοινωνικές τάξειςλαός κατώτερες κοινωνικές τάξεις