λαϊκός
[laiˈkos], λαϊκή, λαϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Volks-, volkstümlichλαϊκόςλαϊκός
- einfachλαϊκός απλόςλαϊκός απλός
- weltlichλαϊκός εγκόσμιοςλαϊκός εγκόσμιος
examples
- λαϊκή δημοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich fVolksrepublikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- η Λαϊκή Δημοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich f της Κίναςdie Volksrepublik China
-
hide examplesshow examples