„λαστιχάκι“: ουδέτερο λαστιχάκι [lastiˈxakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gummiband, Gummiring Gummibandουδέτερο | Neutrum, sächlich n λαστιχάκι Gummiringαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαστιχάκι λαστιχάκι