„λασποκαλύβα“: θηλυκό λασποκαλύβα [laspokaˈliva]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lehmhütte Lehmhütteθηλυκό | Femininum, weiblich f λασποκαλύβα λασποκαλύβα