„λαξεύω“: μεταβατικό ρήμα λαξεύω [laˈksevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -τηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) meißeln, schnitzen meißeln λαξεύω σε πέτρα λαξεύω σε πέτρα schnitzen λαξεύω σε ξύλο λαξεύω σε ξύλο