„λαμπαδιάζω“: αμετάβατο ρήμα λαμπαδιάζω [lambaˈðjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lodern lodern λαμπαδιάζω λαμπαδιάζω