„λαμπάδα“: θηλυκό λαμπάδα [lamˈbaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fackel, Kerze Fackelθηλυκό | Femininum, weiblich f λαμπάδα λαμπάδα Kerzeθηλυκό | Femininum, weiblich f λαμπάδα κερί λαμπάδα κερί