„λαλώ“: αμετάβατο ρήμα λαλώ [laˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) singen, krähen singen λαλώ πουλιά λαλώ πουλιά krähen λαλώ πετεινός λαλώ πετεινός examples όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει παροιμία viele Köche verderben den Brei όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει παροιμία