„λαθραία“: επίρρημα λαθραία [laˈθrea]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwarzfahren einschmuggeln examples ταξιδεύω λαθραία schwarzfahren ταξιδεύω λαθραία εισάγω λαθραία einschmuggeln εισάγω λαθραία