„λαζάνια“: πληθυντικός ουδετέρου λαζάνια [laˈzaɲa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) breite Nudeln, Lasagne breite Nudelnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl λαζάνια Lasagneπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl λαζάνια λαζάνια