„λαδομπογιά“: θηλυκό λαδομπογιά [laðoboˈja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ölfarbe Ölfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f λαδομπογιά λαδομπογιά