λαδιά
[laˈðja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ölfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαδιάλαδιά
- Schandfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαδιά ηθικό στίγμαλαδιά ηθικό στίγμα