„λάμα“: θηλυκό λάμα [ˈlama]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Klinge (Rasier-)Klingeθηλυκό | Femininum, weiblich f λάμα λάμα examples λάμα παγοπέδιλου Kufeθηλυκό | Femininum, weiblich f λάμα παγοπέδιλου
„λάμα“: ουδέτερο λάμα [ˈlama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lama Lamaουδέτερο | Neutrum, sächlich n λάμα ζωολογία | Zoologieζωολ λάμα ζωολογία | Zoologieζωολ