„κώμα“: ουδέτερο κώμα [ˈkoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Koma Komaουδέτερο | Neutrum, sächlich n κώμα ιατρική | Medizinιατρ κώμα ιατρική | Medizinιατρ