„κόπρανα“: πληθυντικός ουδετέρου κόπρανα [ˈkoprana]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Exkremente Exkrementeπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl κόπρανα κόπρανα