κόγχη
[ˈkoŋçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nischeθηλυκό | Femininum, weiblich fκόγχηκόγχη
- (Augen-)Höhleθηλυκό | Femininum, weiblich fκόγχη των ματιώνκόγχη των ματιών