„κωνοφόρο“: ουδέτερο κωνοφόρο [konoˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Konifere Konifereθηλυκό | Femininum, weiblich f κωνοφόρο κωνοφόρο