κυρτός
[kjirˈtos], κυρτή, κυρτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- κυρτή γραφήθηλυκό | Femininum, weiblich f τυπογραφία | Buchdruck, TypografieτυπογρSchreibschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f