„κυνηγημένος“ κυνηγημένος [kjinijiˈmenos], κυνηγημένη, κυνηγημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gehetzt gehetzt κυνηγημένος κυνηγημένος