κυμάτιο
[kjiˈmatio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zierleisteθηλυκό | Femininum, weiblich fκυμάτιο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτκυμάτιο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ