κυλώ
[kjiˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
κυλώ
[kjiˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich wälzenκυλώ χιονοστοιβάδακυλώ χιονοστοιβάδα
- strömenκυλώ ποταμόςκυλώ ποταμός
- hinunterlaufenκυλώ δάκρυακυλώ δάκρυα
- verstreichenκυλώ χρόνοςκυλώ χρόνος