„κυανοτυπία“: θηλυκό κυανοτυπία [kjianotiˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blaupause Blaupauseθηλυκό | Femininum, weiblich f κυανοτυπία κυανοτυπία