„κρυάδες“: πληθυντικός θηλυκού κρυάδες [kriˈaðes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schüttelfrost Schüttelfrostαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρυάδες κρυάδες