κροτάλισμα
[kroˈtalizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Klappernουδέτερο | Neutrum, sächlich nκροτάλισμακροτάλισμα
examples
- κροτάλισμα μαστίγιουPeitschenknallαρσενικό | Maskulinum, männlich m