„κρεβατώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κρεβατώνομαι [krevaˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) krank daniederliegen krank daniederliegen κρεβατώνομαι κρεβατώνομαι