κρατίδιο
[kraˈtiðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kleinstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρατίδιοκρατίδιο
examples
- ομόσπονδο κρατίδιοBundeslandουδέτερο | Neutrum, sächlich n