„κρίμα“: ουδέτερο κρίμα [ˈkrima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sünde Sündeθηλυκό | Femininum, weiblich f κρίμα κρίμα examples (είναι) κρίμα! (es ist) schade/ein Jammer! (είναι) κρίμα! τι κρίμα που … wie schade, dass … τι κρίμα που …